απολυόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απολυόμενος μετοχή ενεστώτα του απολύομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
απολυόμενος,η,ο
- εκείνος που απολύεται αυτή τη στιγμή, που μπορεί να απολυθεί, θα απολυθεί, που τυχόν θα απολυθεί, που είναι υπό απόλυση
- οι απολυόμενοι δικαιούνται αποζημίωσης