αποπλυμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποπλυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποπλένω
Μετοχή[επεξεργασία]
αποπλυμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη αποπλένω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποπλυμένος
|