αποσιωπημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποσιωπημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποσιωπώ
Μετοχή[επεξεργασία]
αποσιωπημένος
- → δείτε τη λέξη αποσιωπώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποσιωπημένος
|