αποσπόρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποσπόρι τα αποσπόρια
      γενική του αποσποριού των αποσποριών
    αιτιατική το αποσπόρι τα αποσπόρια
     κλητική αποσπόρι αποσπόρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποσπόρι < απο- + σπόρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποσπόρι ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο) το στερνοπαίδι
  2. (λαϊκότροπο) το παιδί που γέννησαν ηλικιωμένοι γονείς
  3. (στον πληθυντικό) αποσπόρια: (λαϊκότροπο) απομεινάρια

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]