αποτεφρωτήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποτεφρωτήριο < αποτέφρω(ση) + -τήριο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποτεφρωτήριο ουδέτερο
- (νεολογισμός) κτήριο όπου γίνεται αποτέφρωση νεκρών
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις τέφρα και αποτεφρώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποτεφρωτήριο
|
Πηγές
[επεξεργασία]- αποτεφρωτήριο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αποτεφρωτήριο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)