αποφάι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποφάι τα αποφάγια
      γενική
    αιτιατική το αποφάι τα αποφάγια
     κλητική αποφάι αποφάγια
Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τσάι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποφάι < αποφάγι < μεσαιωνική ελληνική αποφάγι(ν) < αποφαγείν < αρχαία ελληνική ἀπέφαγον, αόριστος του ἀπεσθίω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.poˈfa.i/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποφάι ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]