απροσκάλεστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απροσκάλεστος < α- στερητικό + προσκαλώ (από το αοριστικό θέμα: προσκάλεσ-α) + -τος (κατάληξη ρηματικού επιθέτου)
Επίθετο[επεξεργασία]
απροσκάλεστος, -η, -ο
- που δεν έχει προσκληθεί, απρόσκλητος, ανεπιθύμητος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απροσκάλεστος