απόγειος αύρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόγειος αύρα οι απόγειες αύρες
      γενική της απογείου αύρας των απογείων αυρών
    αιτιατική την απόγειο αύρα τις απόγειες αύρες
     κλητική απόγειε αύρα απόγειες αύρες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απόγειος αύρα < → δείτε τις λέξεις απόγειος και αύρα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈpo.ʝi.os ˈa.vɾa/

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

απόγειος αύρα θηλυκό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Θαλάσσια αύρα, στον Θησαυρό Μετεωρολογικών Όρων του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών