απόκτημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απόκτημα < μεσαιωνική ελληνική απόκτημα < αποκτώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απόκτημα ουδέτερο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αποκτώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απόκτημα