απόπλυμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απόπλυμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπόπλυμα. Μορφολογικά αναλύεται σε από- στερητικό + πλύμα.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈpo.pli.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐πλυ‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απόπλυμα ουδέτερο
- ξέπλυμα, απόνερο, ιδίως από απόβλητα
- ↪ αποπλύματα δεξαμενών πλοίων
- ※ Στα μικρά χοιροστάσια τα γουρούνια γρυλίζανε ανασκαλεύοντας τα λασπιάρικα αποπλύματα και τα σκουπίδια.
- John Steinbeck [Τζον Στάινμπεκ, Τα σταφύλια της οργής, Μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης, 1η έκδοση: Οι φίλοι του βιβλίου, 1948
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- απόπλυμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- απόπλυμα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα από- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από μεταφράσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)