απόχυμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απόχυμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπόχυμα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈpo.çi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐χυ‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απόχυμα ουδέτερο
- νερό στο οποίο έχουμε βράσει όσπρια και το οποίο πετάμε
- (ανθρώπινο) σπέρμα
- (ιδιωματικό) εκσπερμάτιση
- (ιχθυολογία) η ωοτοκία (των ψαριών)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απόχυμα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- απόχυμα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα από- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιχθυολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)