αραποσίτινος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αραποσίτινος < αραποσίτι
Επίθετο
[επεξεργασία]αραποσίτινος, -η, -ο
- αυτός που σχετίζεται με το αραποσίτι ή παρασκευάζεται από αυτό
- αραποσίτινο ψωμί
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αραποσίτινος
|