αραχνιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αραχνιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αραχνιάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
αραχνιασμένος
- μη προσαρμοσμένος στη σύγχρονη εποχή