αρμενάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αρμενάκι | τα | αρμενάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αρμενάκι | τα | αρμενάκια |
κλητική | αρμενάκι | αρμενάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρμενάκι < ιδιωματικό άρμεν(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρμενάκι ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) μικρό ιστιοφόρο σκάφος
- (ιδιωματικό) καΐκι ή βάρκα με πανί
- ※ Αρμενάκι είμαι κυρά μου πάρε με / κι άνοιξε τη αγκαλιά σου βάλε με (Αρμενάκι, δημοτικό Κυκλάδων)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρμενάκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματισμοί (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα στίχους τραγουδιών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)