αρμοστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία el
[επεξεργασία]αρμοστικός < άρμοση + -τ- + -ικός ή αρμοστός + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
[επεξεργασία]- που σχετίζεται με άρμοση, διεπαφή της ή μηχανισμό της
- προσαρμοστικός ώστε να ταιριάζει
- δομοστοιχειωτός