αρχαιοκαπηλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρχαιοκαπηλικός < αρχαιοκάπηλος + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αρχαιοκαπηλικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αρχαιοκαπηλία ή τους αρχαιοκάπηλους ή αναφέρεται σ’ αυτά
- Το αρχαιοκαπηλικόν ζήτημα έκαμε το χρέος του, το αρχαιοκαπηλικόν ζήτημα ειμπορεί να πάγη στο καλό. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αρχαιοκάπηλος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρχαιοκαπηλικός
|