ασκόνιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ασκόνιστος
- ο μη σκονισμένος
- σήμερα καθάρισα όλο το σπίτι και το κάθε σημείο είναι ασκόνιστο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασκόνιστος
|