ασούβλιστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασούβλιστος η ασούβλιστη το ασούβλιστο
      γενική του ασούβλιστου της ασούβλιστης του ασούβλιστου
    αιτιατική τον ασούβλιστο την ασούβλιστη το ασούβλιστο
     κλητική ασούβλιστε ασούβλιστη ασούβλιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασούβλιστοι οι ασούβλιστες τα ασούβλιστα
      γενική των ασούβλιστων των ασούβλιστων των ασούβλιστων
    αιτιατική τους ασούβλιστους τις ασούβλιστες τα ασούβλιστα
     κλητική ασούβλιστοι ασούβλιστες ασούβλιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασούβλιστος < α- στερητικό + σουβλίζω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

ασούβλιστος, -η, -ο

  1. που δεν τον έχουν σουβλίσει
    μ'αυτά που έγιναν πασχαλιάτικα, μας έμεινε και το αρνί ασούβλιστο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]