ασπριστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ασπριστής οι ασπριστές
      γενική του ασπριστή των ασπριστών
    αιτιατική τον ασπριστή τους ασπριστές
     κλητική ασπριστή ασπριστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασπριστής < ασπρίζω < άσπρος< λατ. asper (=τραχύς)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ασπριστής αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]