ασπριτζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασπριτζής αρσενικό
- (επάγγελμα) γενική συνώνυμη ονομασία του μπογιατζή
- ειδικότερη ονομασία του βαφέα ταβανιών και εξωτερικών χώρων με ασβέστη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασπριτζής
|