αστυκτηνίατρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αστυκτηνίατρος | οι | αστυκτηνίατροι |
γενική | του | αστυκτηνίατρου & αστυκτηνιάτρου |
των | αστυκτηνίατρων & αστυκτηνιάτρων |
αιτιατική | τον | αστυκτηνίατρο | τους | αστυκτηνίατρους & αστυκτηνιάτρους |
κλητική | αστυκτηνίατρε | αστυκτηνίατροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αστυκτηνίατρος < άστυ + κτηνίατρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αστυκτηνίατρος αρσενικό ή θηλυκό
- κτηνίατρος τής αστυκτηνιατρικής υπηρεσίας
- εργάζομαι ως αστυκτηνίατρος και χρειάζεται να διεξάγω πολλά πειράματα για την υγεία των κατοικίδιων ζώων
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αστυκτηνίατρος
|