ασυζήτητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασυζήτητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ασυζήτητος, -η, -ο
- που δεν έχει συζητηθεί
- που δεν επιδέχεται συζήτηση
- η προσφορά βοήθειας προς τις πληγείσες περιοχές είναι ασυζήτητη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασυζήτητος
|