ασυντέλεστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασυντέλεστος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀσυντέλεστος
Επίθετο[επεξεργασία]
ασυντέλεστος, -η, -ο
- ατέλειωτος
- ασυμπλήρωτος
- το κείμενο έμοιαζε ασυντέλεστο και χρειαζόταν βελτίωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασυντέλεστος