ασυνόρευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ασυνόρευτος
- (για κτήματα ή χώρες) που δεν έχει με άλλον κοινά σύνορα
- η Ελλάδα και η Σερβία είναι ασυνόρευτες χώρες, γιατί τους χωρίζει η Π.Γ.Δ.Μ.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασυνόρευτος
|