ασυσπείρωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασυσπείρωτος < α- στερητ. + συσπειρώνω
Επίθετο[επεξεργασία]
ασυσπείρωτος
- που δεν έχει συσπειρωθεί με άλλους γύρω από κάτι
- πολλοί οπαδοί τής αριστεράς παραμένουν ασυσπείρωτοι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασυσπείρωτος
|