ασφυχτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασφυχτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ασφυχτικός, -ή, -ό
- άλλη μορφή του ασφυκτικός
ασφυχτικός, -ή, -ό