ατρομοκράτητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατρομοκράτητος η ατρομοκράτητη το ατρομοκράτητο
      γενική του ατρομοκράτητου της ατρομοκράτητης του ατρομοκράτητου
    αιτιατική τον ατρομοκράτητο την ατρομοκράτητη το ατρομοκράτητο
     κλητική ατρομοκράτητε ατρομοκράτητη ατρομοκράτητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατρομοκράτητοι οι ατρομοκράτητες τα ατρομοκράτητα
      γενική των ατρομοκράτητων των ατρομοκράτητων των ατρομοκράτητων
    αιτιατική τους ατρομοκράτητους τις ατρομοκράτητες τα ατρομοκράτητα
     κλητική ατρομοκράτητοι ατρομοκράτητες ατρομοκράτητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ατρομοκράτητος < α- + τρομοκρατώ + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

ατρομοκράτητος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]