ατρωσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ατρωσία | οι | ατρωσίες |
γενική | της | ατρωσίας | των | ατρωσιών |
αιτιατική | την | ατρωσία | τις | ατρωσίες |
κλητική | ατρωσία | ατρωσίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ατρωσία < (ελληνιστική κοινή) ἀτρωσία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ατρωσία θηλυκό
- η ιδιότητα του άτρωτου, το να είναι κάποιος άτρωτος
- (τεχνολογία) η ικανότητα συσκευής να λειτουργεί σε ικανοποιητικό βαθμό, παρά την εμφάνιση ηλεκτρομαγνητικών διαταραχών
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη άτρωτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ατρωσία
|