ατσαλάκωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ατσαλάκωτος
- που δεν τσαλακώθηκε ή δεν μπορεί να τσαλακωθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ατσαλάκωτα
- → δείτε τη λέξη τσαλακώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ατσαλάκωτος
|