αυταξιολόγηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυταξιολόγηση | οι | αυταξιολογήσεις |
γενική | της | αυταξιολόγησης* | των | αυταξιολογήσεων |
αιτιατική | την | αυταξιολόγηση | τις | αυταξιολογήσεις |
κλητική | αυταξιολόγηση | αυταξιολογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυταξιολογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυταξιολόγηση < αυτο- + αξιολόγηση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυταξιολόγηση θηλυκό