αυτοκαθαρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοκαθαρισμός < αυτο- + καθαρισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-cleaning)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοκαθαρισμός αρσενικό
- αυτοκάθαρση
- ο αυτόματος καθαρισμός (μιας συσκευής κ.ά.)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοκαθαρμός
αυτοκαθαρισμός