αυτοκαταργώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοκαταργώ < (καθαρεύουσα) αὐτοκαταργῶ, αυτο- + καταργώ [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.fto.ka.taɾˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐το‐κα‐ταρ‐γώ

Ρήμα[επεξεργασία]

αυτοκαταργώ, αόρ.: αυτοκατάργησα, παθ.φωνή: αυτοκαταργούμαι, π.αόρ.: αυτοκαταργήθηκα, μτχ.π.π.: αυτοκαταργημένος

  1. (σπάνιο στην ενεργητική φωνή) καταργώ ο ίδιος, καταργώ από μόνος μου
    ※  «Τα κυβερνητικά όργανα, αφενός παραβιάζουν ανοιχτά το Σύνταγμα και αφετέρου προσπάθησαν να το αυτοκαταργήσουν με την πρόσφατη αναθεώρηση. Έχει αρχίσει και ήδη εξελίσσεται μια διαδικασία υποχώρησης και αυτοαναστολής του Συντάγματος». Τη βαρυσήμαντη αυτή καταγγελία κάνει ο Ηλίας Νικολόπουλος, καθηγητής του συνταγματικού δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
    άρθρο «Η κυβέρνηση αυτοκαταργεί το Σύνταγμα», εφημερίδα Ριζοσπάστης, 2001.10.07.)
     συνώνυμα: αυτοαναιρώ
  2. → δείτε και την παθητική φωνή αυτοκαταργούμαι: καταργώ τον εαυτό μου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. αυτοκαταργώΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «αυτοκαταργούμαι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)