αυτοματοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοματοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αυτοματοποιώ
Μετοχή[επεξεργασία]
αυτοματοποιημένος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοματοποιημένος
|