αυτοπροστασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοπροστασία < αυτο- + προστασία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-protection)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοπροστασία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοπροστασία