αυτοπροώθηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοπροώθηση | οι | αυτοπροωθήσεις |
γενική | της | αυτοπροώθησης | των | αυτοπροωθήσεων |
αιτιατική | την | αυτοπροώθηση | τις | αυτοπροωθήσεις |
κλητική | αυτοπροώθηση | αυτοπροωθήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοπροώθηση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) το να προωθείται (να ωθείται προς τα εμπρός) κάποιος από μόνος του
- (μεταφορικά) η αυτοδιαφήμιση, η αυτοανάδειξη, η αυτοπροβολή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοπροώθηση
|