αφεντάδικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφεντάδικος < αφέντης (ονομαστική πληθυντικού: αφεντάδες) + -ικος
Επίθετο[επεξεργασία]
αφεντάδικος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) που ταιριάζει σε αφέντη
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αφεντάδικα
- → δείτε τη λέξη αφέντης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφεντάδικος
|