αφεντόπουλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφεντόπουλο < μεσαιωνική ελληνική αφεντόπουλο < αφέντης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αφεντόπουλο ουδέτερο
αφεντόπουλο ουδέτερο