αφικνούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφικνούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα αφικνούμαι
Μετοχή[επεξεργασία]
αφικνούμενος, -η, -ο
- που μόλις φτάνει κάπου, καθώς καταφθάνει
- O Ερντογάν αφικνούμενος από τη σύνοδο ...