αφυπηρετών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφυπηρετών η αφυπηρετούσα το αφυπηρετούν
      γενική του αφυπηρετούντος της αφυπηρετούσας
αφυπηρετούσης*
του αφυπηρετούντος
    αιτιατική τον αφυπηρετούντα την αφυπηρετούσα το αφυπηρετούν
     κλητική αφυπηρετών αφυπηρετούσα αφυπηρετούν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφυπηρετούντες οι αφυπηρετούσες τα αφυπηρετούντα
      γενική των αφυπηρετούντων των αφυπηρετουσών των αφυπηρετούντων
    αιτιατική τους αφυπηρετούντες τις αφυπηρετούσες τα αφυπηρετούντα
     κλητική αφυπηρετούντες αφυπηρετούσες αφυπηρετούντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'μειοψηφών', Κατηγορία όπως «αντενεργών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

αφυπηρετών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]