βαλβιδοπλαστική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαλβιδοπλαστική οι βαλβιδοπλαστικές
      γενική της βαλβιδοπλαστικής των βαλβιδοπλαστικών
    αιτιατική τη βαλβιδοπλαστική τις βαλβιδοπλαστικές
     κλητική βαλβιδοπλαστική βαλβιδοπλαστικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαλβιδοπλαστική < βαλβιδοπλαστικός < βαλβίδα + -ο- + πλαστική ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική valvoplasty)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βαλβιδοπλαστική θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]