βαριάντα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαριάντα οι βαριάντες
      γενική της βαριάντας των βαριαντών
    αιτιατική τη βαριάντα τις βαριάντες
     κλητική βαριάντα βαριάντες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαριάντα < γαλλική variante < variant < varier < λατινική vario < varius < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *u̯ā- (χωρίζω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βαριάντα θηλυκό

  • (σκάκι) παραλλαγή στιλ σε κάποιο συγκεκριμένο τρόπο παιξίματος
    Ο Νίμζοβιτς, διεκδικητής του παγκόσμιου τίτλου το 1926, ήταν συγγραφέας και επινοητής συστημάτων και βαριαντών, όπως η Νιμζοϊνδική, το Άνοιγμα και η Άμυνα Νίμζοβιτς κ.ά. (*)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]