βασαλτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βασαλτικός < βασάλτης
Επίθετο[επεξεργασία]
βασαλτικός, -ή, -ό
- αποτελούμενος από βασάλτη
- βασαλτικό μάγμα, βασαλτικό πέτρωμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βασαλτικός