βεβαιών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βεβαιών
βεβαιώντας
η βεβαιώσα το βεβαιών
      γενική του βεβαιώντος
βεβαιώντα
της βεβαιώσας
βεβαιώσης*
του βεβαιώντος
    αιτιατική τον βεβαιώντα τη βεβαιώσα το βεβαιών
     κλητική βεβαιών
βεβαιώντα
βεβαιώσα βεβαιών
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βεβαιώντες οι βεβαιώσες τα βεβαιώντα
      γενική των βεβαιώντων των βεβαιωσών των βεβαιώντων
    αιτιατική τους βεβαιώντες τις βεβαιώσες τα βεβαιώντα
     κλητική βεβαιώντες βεβαιώσες βεβαιώντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -ῶσα, -ῶν από συναίρεση -άων, -άουσα, -άον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'κυβερνών', Κατηγορία όπως «κυβερνών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βεβαιών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λήξας, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος βεβαιῶ/βεβαιόω

Μετοχή[επεξεργασία]

βεβαιών, -ώσα, -ων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]