βιετναμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βιετναμικός < Βιετνάμ
Επίθετο
[επεξεργασία]βιετναμικός, -ή, -ό
- σχετικός με το Βιετνάμ
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βιετναμικός