βιντεοπειρατεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιντεοπειρατεία θηλυκό
- η παραγωγή και εμπορία παράνομων αντιγράφων ταινιών σε βιντεοκασέτες
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βιντεοπειρατεία
|