βλάττα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βλάττα | οι | βλάττες |
γενική | της | βλάττας | των | βλαττών |
αιτιατική | τη | βλάττα | τις | βλάττες |
κλητική | βλάττα | βλάττες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βλάττα θηλυκό
- (παρωχημένο, έντομο) είδος κατσαρίδας
- (παρωχημένο, ιατρική) η ευλογιά και (συνεκδοχικά) η ουλή που αφήνει η εμφάνιση της ασθένειας αυτής
- (παρωχημένο, βοτανική) είδος ψώρας στα φύλλα φυτού
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βλάττα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Έντομα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)