βορβοροφαγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βορβοροφαγία < βορβοροφάγος + -ία, μορφολογικά αναλύεται βόρβορ(ος) + -ο- + -φαγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βορβοροφαγία θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (σπάνιο) το να τρώει κάποιος (ή κάτι) βόρβορο, βούρκο, λάσπη
- (μεταφορικά) η ενέργεια ενός βορβοροφάγου, ενός βυθοκόρου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βορβοροφαγία
|