βορδονάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βορδονάρης < βορδοναριό + -άρης < (ελληνιστική κοινή) βουρδωνάριος < αρχαία ελληνική βουρδών/ βόρδων (=μουλάρι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βορδονάρης ουδέτερο
- (παρωχημένο) σταβλάρχης, υπεύθυνος του βορδοναριού
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βορδοναριό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βορδονάρης
|