βουνοπλάγι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βουνοπλάγι τα βουνοπλάγια
      γενική του βουνοπλαγιού των βουνοπλαγιών
    αιτιατική το βουνοπλάγι τα βουνοπλάγια
     κλητική βουνοπλάγι βουνοπλάγια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βουνοπλάγι < βουν(ό) + -ο- + πλάγι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vu.noˈpla.ʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βου‐νο‐πλά‐γι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βουνοπλάγι ουδέτερο

  • (λαϊκότροπο) η βουνοπλαγιά
    ※  Είπες πως τα ρυάκια γεμίζουν τον ποταμό κατεβαίνοντας απ’ τα βουνοπλάγια. Ένα ρυάκι δεν παίρνει στον δρόμο του ό, τι βρει;
    Σοφία-Μαυροειδή-Παπαδάκη, Το μήνυμα του Κολοκοτρώνη, Γλώσσα Β΄ Δημοτικού - Βιβλίο Μαθητή, τόμος Γ΄, σελ.21

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]