βραδυκίνητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
βραδυκίνητος, -η, -ο
- που κινείται με χαρακτηριστική βραδύτητα, αργοκίνητος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βραδυκίνητος
|